λάτρης — ο, θηλ. λάτρις και λάτρισσα (AM λάτρης, ὁ και λάτρις, ό, ή) αυτός που τιμά, που λατρεύει, που υπηρετεί τον θεό ή αγαπά κάτι σαν θεό, λατρευτής νεοελλ. μσν. αυτός που υπεραγαπά, που λατρεύει ένα πρόσωπο ή ένα πράγμα (α. «λάτρης τού ωραίου» β.… … Dictionary of Greek
λάτρης — ο θηλ. ισσα αυτός που λατρεύει, αγαπά υπερβολικά κάποιον ή κάτι: Λάτρης της περιπέτειας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λάτρης — λάτρις hired servant fem nom/voc pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λάτρης, Ικέσιος — (1799 – 1881). Αγωνιστής του 1821 και δημοσιογράφος. Αναφέρεται ότι γεννήθηκε στη Σμύρνη, αλλά η καταγωγή του ήταν κρητική. Υπήρξε μαθητής του Κ. Κούμα και του Οικονόμου. Όταν πληροφορήθηκε την έναρξη της Επανάστασης, επέστρεψε στην Ελλάδα και… … Dictionary of Greek
κοιλιολάτρης — κοιλιολάτρης, ὁ (Α) κοιλιόδουλος, λαίμαργος, φαγάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοιλία + λάτρης (< λάτρης), πρβλ. ηλιο λάτρης, φυσιο λάτρης] … Dictionary of Greek
αληθολάτρης — ο (θηλ. ισσα) αυτός που αγαπά την αλήθεια, ο λάτρης της αλήθειας. [ΕΤΥΜΟΛ. < αληθής + λάτρης, ο λάτρης «τού αληθούς», τής αληθείας] … Dictionary of Greek
ηδονολάτρης — ο, θηλ. ηδονολάτρισσα αυτός που λατρεύει την ηδονή, ο επιρρεπής στις σαρκικές ηδονές, ο φιλήδονος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδονο (< ηδονή) + λατρης (< λάτρον), πρβλ. ειδωλο λάτρης, ηλιο λάτρης] … Dictionary of Greek
θεολάτρης — ο αυτός που λατρεύει τον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + λάτρης (< λάτρον), πρβλ. ειδωλο λάτρης, εικονο λάτρης] … Dictionary of Greek
κτηνολάτρης — κτηνολάτρης, ὁ (Μ) αυτός που λατρεύει τα κτήνη ως θεούς, ζωολάτρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κτῆνος + λάτρης (< λάτρον), πρβλ. ανθρωπο λάτρης, ειδωλο λάτρης] … Dictionary of Greek
κτισματολάτρης — ο, θηλ. κτισματολάτρις (AM κτισματολάτρης, θηλ. κτισματολάτρις, ιδος) αυτός που λατρεύει τα κτίσματα αντί για τον δημιουργό, ειδωλολάτρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κτίσμα, ατος + λάτρης (< λάτρον), πρβλ. αρχαιο λάτρης, ειδωλο λάτρης] … Dictionary of Greek
νεκρολάτρης — ο (Α νεολάτρης) αυτός που τιμά με λατρεία τους νεκρούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο)* + λάτρης (πρβλ. ειδωλο λάτρης, κοιλιο λάτρης)] … Dictionary of Greek